(ε)ξηγώ

(ε)ξηγώ
(ε)ξηγώ
(ε)ξήγησα, (ε)ξηγήθηκα, (ε)ξηγημένος, μτβ.
1. κάνω κάτι καταληπτό, αναπτύσσω, διασαφηνίζω: Δεν εξήγησε τους λόγους της παραίτησής του.
2. εκθέτω τα αίτια γεγονότος ή φαινομένου, αιτιολογώ: Να μας εξηγήσετε την έκλειψη του ήλιου.
3. ορίζω την έννοια μιας λέξης με συνώνυμα: Εξήγησέ μου τον όρο «σκεπτικισμός».
4. μεταφράζω: Εξηγώ λατινικό κείμενο.
5. το μέσ., (ε)ξηγούμαι και (ε)ξηγιούμαι και (ε)ξηγιέμαι, α. ερμηνεύομαι, γίνομαι κατανοητός: Τώρα εξηγούνται όλα. β. δίνω εξηγήσεις, ζητώ συγνώμη, συνεννοούμαι: Εξηγηθήκαμε και έληξε αυτή η υπόθεση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ξηγώ — άω βλ. εξηγώ …   Dictionary of Greek

  • εξηγώ — και ξηγώ, άω (AM ἐξηγῶ, έω, Α και ἐξηγοῡμαι, έομαι) 1. ερμηνεύω, διασαφώ («τούτων οἱ πολλοὶ ἐξηγούμενοι τὸν ποιητήν», Πλάτ.) 2. μεταφράζω νεοελλ. 1. εκθέτω τα αίτια ενός γεγονότος ή φαινομένου («ἐξηγῶ τὴν ἔκλειψη τοῡ Ηλίου») 2. μέσ. δίνω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”